- ποδόρτιον
- τὸ, Μένδυμα μακρύ μέχρι κάτω στα πόδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ποδόρτι(ον) έχει προέλθει με αφομοίωση από τ. ποδάρτι < *ποδ-αρτάριον με συγκοπή (< πούς, ποδός + ἀρτάριον/ὀρτάριον* «είδος χειμερινών υποδημάτων»), πρβλ. χειρόρτι: χειράρτι: χειραρτάρι].
Dictionary of Greek. 2013.